- κρυσταλλώδης
- ης, ες1) кристаллический; подобный кристаллу; 2) см. κρυσταλλένιος 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυσταλλώδης — icy masc/fem acc pl (attic epic doric) κρυσταλλώδης icy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κρυσταλλώδης icy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλώδης — ες (AM κρυσταλλώδης, ῶδες) [κρύσταλλος] κρυσταλλοειδής, αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή με πάγο μσν. αρχ. (για νερό) διαυγής, καθαρός … Dictionary of Greek
κρυσταλλώδη — κρυσταλλώδης icy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κρυσταλλώδης icy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κρυσταλλώδης icy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλῶδες — κρυσταλλώδης icy masc/fem voc sg κρυσταλλώδης icy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλώδεις — κρυσταλλώδης icy masc/fem acc pl κρυσταλλώδης icy masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλωδῶν — κρυσταλλώδης icy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
γλαύκωμα — Οφθαλμική νόσος που οφείλεται σε αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (άνω των 20 mmHg). Η ονομασία της οφείλεται στο κυανοπράσινο (γλαυκό) χρώμα που αποκτά μερικές φορές η κόρη του ματιού των ατόμων που πάσχουν. Κατά την εξέλιξή της προκαλεί ελάττωση… … Dictionary of Greek
κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος … Dictionary of Greek
Μπραγκ, Λόρενς — (Lawrence Bragg, Αδελαΐδα 1890 1971). Αυστραλός φυσικός. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας και συνέχισε με μεταπτυχιακά στην φυσική στο Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Το 1914 ονομάστηκε λέκτορας φυσικών επιστημών στο ίδιο… … Dictionary of Greek